trying - ορισμός. Τι είναι το trying
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι trying - ορισμός


trying         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Trying (disambiguation)
a.
1.
Irksome, wearisome, tiresome, fatiguing, difficult, hard.
2.
Severe, painful, afflictive, afflicting, grievous, calamitous, hard, distressing, sad, dire, deplorable, hard to bear.
Trying         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Trying (disambiguation)
·p.pr. & ·vb.n. of Try.
II. Trying ·adj Adapted to try, or put to severe trial; severe; afflictive; as, a trying occasion or position.
trying         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Trying (disambiguation)
If you describe something or someone as trying, you mean that they are difficult to deal with and make you feel impatient or annoyed.
Support from those closest to you is vital in these trying times...
ADJ
see also try

Βικιπαίδεια

Trying
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για trying
1. He was a multi–purpose person, trying to save people, trying to call his office, trying to meet his appointments.
2. His successors are trying to continue this way, and will keep on trying.
3. But we are trying; we are trying to assume our responsibility.
4. "We‘re not trying to tear down the church, we‘re trying to improve it," he said.
5. "We‘re trying to anticipate their next move, and they‘re trying to anticipate ours.